Παρασκευή 27 Ιουλίου 2007


ΚΟΡΔΕΛΕΣ


Όταν γεννήθηκα, μια πολύ καλή κυρία μου φόρεσε μια λευκή κορδέλα στο δεξί μου χέρι. Είπε ότι θα είμαι πάντα το μωρό της. Με φρόντιζε και με προστάτευε. Μου είπανε να την λέω «μαμά». Λίγο αργότερα, ένας χοντρούλης, συμπαθητικός κύριος, μου έδεσε μια μπλε κορδέλα γύρω από τα αρχίδια μου. Είπε ότι θα είμαι πάντα ο γιος του, ο διάδοχος του. Με βοηθούσε και με συμβούλευε. Μου είπανε να τον λέω «μπαμπά».

Ακόμα πιο μετά, μια γλυκιά, στρουμπουλή κυριούλα μου έδεσε μια καφέ κορδέλα στο κεφάλι. Με δίδασκε και με καθοδηγούσε. Είπε ότι θα είμαι πάντα από τους καλύτερους μαθητές. Μου είπανε να την λέω «δασκάλα». Μια γλυκιά, συνομήλικη μου κοπέλα, μου έδεσε μια κόκκινη κορδέλα γύρω από το στήθος, στο ύψος της καρδιάς. Είπε ότι θα μ’ αγαπάει για πάντα και θα μου κρατάει το χέρι. Με φιλούσε και έκλαιγε. Με μάθανε να την λέω «γκόμενα». Ένας γεράκος μου έδεσε τα μάτια με μια διάφανη κορδέλα. Είπε ότι θα σώσει την ψυχή μου. Με λύτρωνε και με φώτιζε. Μου είπανε να τον φωνάζω «πάτερ».

Αυτές είναι λίγες από τις κορδέλες που κρέμονται τώρα πάνω μου. Ούτως ή άλλως, είναι τόσες πολλές που, τις περισσότερες από αυτές δεν θυμάμαι ποιος τις έδεσε. Ακόμα χειρότερα δεν θυμάμαι που υπάρχουν.

Στην αρχή ήταν απαλές, χρωματιστές και μύριζαν όμορφα. Είχα αρχίσει να τις αγαπάω. Τις παρατηρούσα, τις έπαιζα και η κύρια ασχολία μου ήταν να τις περιπλέκω.

Με τον καιρό όμως, άρχισαν να γίνονται όλο και πιο σφιχτές. Να χάνουν τα χρώματα τους και να μη μυρίζουν όπως παλιά. Ένιωθα να με δένουν και όχι να με στολίζουν. Μου έκλειναν τη μύτη, το στόμα, τα αφτιά, τα μάτια. Στον καθρέφτη μου έμοιαζα με μούμια. Κάποιες ήταν πιο μακριές και πιο γερές. Αυτές τις χρησιμοποιούσαν άτομα γύρω μου. Τις τραβούσαν ή τις λάσκαραν για να κάνω την ανάλογη κίνηση. Δεν θυμάμαι πως με λένε. Τι να σημαίνει μαριονέτα; Γιατί με είπες έτσι;

Και να ‘μαι λοιπόν. Στην ταράτσα του 16όροφου κτιρίου. «Πάω να σκεφτώ» είχα πει στον εαυτό μου. Ούτε να με παραμυθιάσω δεν μπορώ πλέον. Από κάτω μου βλέπω έναν κύριο να απλώνει τις φρεσκοπλυμένες του κορδέλες, των παιδιών του τις γυναίκας του. «Καλά, αυτός τρεις τη νύχτα έβαλε μπουγάδα; Μάλλον θα θέλει να τις φορέσει το πρωί» σκέφτηκα.

Ξεχάστηκα όμως. Ας επανέλθω. Θα πετάξω ή θα σκάσω με τα μούτρα;

Τρία φτερουγίσματα μετά κι ενώ νόμιζα ότι πετάω, ξεκινάει το ταξίδι.

13ος Τρέμω από τον πανικό μου.

10ος Δεν σκέφτομαι τίποτα.

8ος

6ος Νιώθω…

3ος Οι κορδέλες χαλαρώνουν.

2ος Ωχ! Φεύγουν!...

1ος Τελείως γυμνός.

ΓΚΑΠ! Ανώμαλη προσγείωση. Στραπατσαρισμένος. Αίμα στα χέρια μου. Δεν θέλω να δω πως έγινε η φάτσα μου. Άσε που..

Την φάτσα μου; Χωρίς κορδέλες θα μπορώ να με δω…

Στην κοντινότερη βιτρίνα που βρήκα, ένα λεπτό φρίκης , πριν αποφασίσω να ψάξω για τις κορδέλες μου. Ποιος ήταν αυτός;…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοφιλείς αναρτήσεις